Μόνο ένας καλό φούρναρης που ξέρει από φούρνους, ξέρει πως ψήνεται σωστά μια κατσούνα, αλλά και πως θα αποκτήσετε μια αυθεντική κατσουνα, όπου και αν βρίσκεστε… ακούστε τον Ανδρέα Ξέρει!
Στο χωριό της Μαρίας, όπου οι λόφοι αγκάλιαζαν τον ουρανό και το άρωμα του φρέσκου ψωμιού γέμιζε τους δρόμους κάθε πρωί, ζούσαν δύο νέοι άνδρες που είχαν αγκαλιάσει με πάθος την τέχνη του ξυλόφουρνου, αν και με διαφορετικές προοπτικές.
Ο Ανδρέας, ο φουρνάρης, ήταν ένας χαρισματικός νεαρός που αγαπούσε τη δουλειά του πάνω απ’ όλα. Με τις δεξιότητές του και τον ξυλόφουρνο που κληρονόμησε από τον πατέρα του, δημιουργούσε το πιο νόστιμο και αφράτο ψωμί στο χωριό. Κάθε πρωί, νωρίς, άναβε τη φωτιά στο φούρνο, ανακάτευε τα αρωματικά αλεύρια με τα μυστικά του, και έβαζε στον φούρνο το χυμώδες ζυμάρι. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα εκπληκτικό.
Στο ίδιο χωριό βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τον Ανδρέα, ο Γιάννης, ο κατσουνοποιός. Σπουδαίος κατσουνοποιός και μεγάλος τεχνίτης ,α φου κατασκεύαζε ότι μπορουσες να φανταστείς με ταχέρια του. ο Γιάννης «έψηνε» τα ξύλα κι εκείνος στον ξυλόφουρνο, δημιουργώντας μοναδικά, αυθεντικά και ανθεκτικά κρητικά μπαστούνια, όπως ακριβώς τα έφτιαχναν οι παππούδες μας συν, το περίσσιο μεράκι και ο σεβασμός του στην παράδοση!
Και οι δύο χρησιμοποιούσαν τον ξυλόφουρνο ως βασικό εργαλείο και έτσι ο ένας μοιραζόταν με τον άλλο , εμπειρίες, ιστορίες και γνώσεις για τη λειτουργία του ξυλόφουρνου.
Πολλές φορές ο ένας δάνειζε ξύλο στον άλλο, ο Γιάννης έτρωγε από το ψωμί του Ανδρέα, ενώ ο Ανδρέας στηριζόταν στα μπαστούνια του Γιάννη. Έτσι, ο φουρνάρης και ο κατσουνοποιός αντάλλαξαν τις τέχνες τους και την αγάπη τους για τον ξυλόφουρνο, δημιουργώντας ένα δεσμό που θα διαρκέσει για πάντα.