Με τον Πέτρο γνωριστήκαμε στο στρατό και από την πρώτη στιγμή γίναμε αχώριστοι. Με ελάχιστους ανθρώπους ταιριάζουν τα χνώτα μας από το πρώτο γεια. Και ο Πέτρος ήταν από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις. Πρώτη μέρα κατάταξης και μπήκαμε στον ίδιο θάλαμο, πάνω κάτω κρεβάτι και από τα γέλια το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε! Δεν θυμάμαι τι λέγαμε, αλλά ήταν μόνο η αρχή. Η τύχη μας ευνόησε και βρεθήκαμε και στην ίδια μονάδα, και χάρη σ’ εκείνον, ο στρατός μου φάνηκε μακράν ότι πιο διασκεδαστικό έχω περάσει! Παρά τη γερή φιλία που με τον καιρό αναπτύχθηκεε, ο Πέτρος ήταν κλειστός και μυστικοπαθής στις περισσότερες προσωπικές του πτυχές. Ελάχιστα πράγματα γνώριζα για την ζωή του και ακόμα λιγότερα για ερωτικά του ζητήματα ενώ δεν μου είχε αναφέρει ποτέ το παραμικρό για καμία γυναίκα. Κι εγώ από διακριτικότητα δεν ρωτούσα πολλά πολλά. Όλη του η ενέργεια και η ζωτικότητα εξαντλούνταν στη μικρή του ανιψιά, το κοριτσάκι της αδερφής του, την οποία έδειχνε να λατρεύει. Μου έδειχνε φωτογραφίες όλη την ώρα και όταν μιλούσε γι αυτή, τα μάτια του έλαμπαν στην κυριολεξία!
Ένα Σάββατο βράδυ που είχαμε και οι δύο έξοδο με διανυκτέρευση, κανονίσαμε να βγούμε για ένα ποτό. Ήμασταν ευδιάθετοι και πολύ ορεξάτοι, και σύντομα το ένα ποτό ακολούθησαν δεν θυμάμαι πόσα, αλλά σίγουρα περισσότερα από όσα άντεχε τουλάχιστον ο Πέτρος. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ήταν καιρός να φεύγουμε όταν εκείνος, αδειάζοντας την τελευταία γουλιά, ξεσπά σε δυνατά κλάματα. Στην αρχή νόμιζα ότι μου κάνει μια κακόγουστη για την εκείνη την ώρα πλάκα, αλλά από την όψη του κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν και τόσο πιθανό. Έμεινα σύξυλος να τον κοιτάζω. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι κάτι τον επηρέασε, κάτι θυμήθηκε ή άκουσε κάποιο τραγούδι που θα του θύμισε καμιά καψούρα που δεν έχει ξεπεράσει εντελώς. Αφού τον άφησα να ξεσπάσει, τον ρώτησα δειλά τι συνέβαινε. Εκείνος με κοίταξε θλιμμένα, και χωρίς να μιλήσει με τράβηξε έξω από το μαγαζί. Καθίσαμε σε ένα πεζουλάκι του πεζοδρομίου και λες και κάποιος πάτησε ξάφνου ένα κουμπί, ο Πέτρος, αφού στερέωσε τη ματιά του στο κενό, άρχισε να μιλά.
«Εγώ όπως σου έχω πει, σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη…»
«Το ξέρω» τον διέκοψα αφελώς.
«Ναι, εκείνο που δεν ξέρεις είναι ότι ήμουν παντρεμένος.» Τα χασα!
«Κόφτο ρε βλάκα, και κλαις για να σε πιστέψω κιόλας!»
«Σοβαρολογώ! Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, ήμουν ήδη τέσσερα χρόνια με μία κοπέλα, τη Μαρία, από παιδιά σχεδόν. Εκείνη δεν πέρασε εκεί που ήθελε, αλλά δεν ξανάδωσε εξετάσεις. Με ακολούθησε και μείναμε μαζί.»
«Περίμενε ρε Πέτρο, εντάξει είχες μία σχέση. Ο γάμος γιατί, από πού κι ως που; Δεν καταλαβαίνω τίποτα.»
«Την αγαπούσα πάρα πολύ. Οι δικοί μου δεν την ήθελαν όμως. Για πολλούς λόγους. Εναντιώθηκαν έντονα όταν είδαν ότι παραμέναμε μαζί. Όταν με ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη, εξαγριώθηκαν. Σταμάτησαν να με στηρίζουν. Δεν μου ξαναέστειλαν φράγκο. Και εγώ και εκείνη βρήκαμε δουλειά ενώ παράλληλα προσπάθησα να είμαι εντάξει και στις σπουδές μου…»
«Μάλιστα… δύσκολη κατάσταση» κατάφερα να ψελλίσω.
«Μέχρι που εκείνη έμεινε έγκυος. Και αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Τη λάτρευα. Πέθαινα για κείνη. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Αν ζούσε θα ήμασταν ακόμα μαζί…» Στο σημείο αυτό με έλουσε ένας απότομος ιδρώτας και ένιωσα να ζαλίζομαι. Μέσα στη θολούρα του ποτού, ένιωσα ασυγκράτητα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου. Κατόρθωσα με αναφιλητά να ρωτήσω
«Πέθανε..; Μικρό κορίτσι; Μα γιατί;» Ούτε καταλάβαινα τι έλεγα, τι ρωτούσα.
«Επιπλοκές στην εγκυμοσύνη. Ήταν περίπου στον έβδομο μήνα. Δεν θυμάμαι να στα πω όπως οι γιατροί. Ήμασταν τρεις μέρες στα χειρουργεία. Το πάλεψαν. Δεν τα κατάφερε…»
«Πόσο άδικο!» φώναξα ακόμα δακρυσμένος, «να χαθούν έτσι δύο ζωές… και το πέρασες μόνος σου αυτό!» Και τότε, ήρθε η απάντηση. Και ακόμα και τώρα που το αφηγούμαι έπειτα από τόσα χρόνια, νιώθω το ίδιο ηλεκτρικό ρεύμα να με διαπερνά…
«Μία ζωή χάθηκε Μιχάλη. Η δική της. Το μωρό το έσωσαν. Με δυσκολία και πολλά προβλήματα, αλλά σώθηκε. Είναι 7 χρονών κοριτσάκι πια…»
Ξαφνικά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου στο μυαλό μου, σαν στιγμιότυπα από ταινία, γύρισαν όλα εκείνα που ήξερα για τον Πέτρο και σαν να μιλούσε άλλος, με φωνή που με βία ακούστηκε, είπα σαν ερώτηση που όμως δεν χρειαζόταν απάντηση «Η ανιψιά σου ε..;»
Γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε με θλίψη. «Ναι. Αποφασίστηκε έτσι. Να μεγαλώσει με την αδερφή μου, να μη μάθει ποτέ. Δεν ήμουν σε θέση να πάρω καμία απόφαση, ήξερα μόνο ότι ήθελα να τη βλέπω, να παρακολουθώ πως μεγαλώνει, να ξέρω ότι δεν είναι μακριά. Είναι ότι μου απέμεινε βλέπεις.»
Δεν μιλήσαμε άλλο… σκέφτηκα ότι ο φίλος μου είναι σπάνιο παιδί και ευχήθηκα με όλη μου την καρδιά να βρει τον τρόπο, παρά τα όσα σκληρά έζησε, να είναι ευτυχισμένος. Για άλλη μία φορά συνειδητοποίησα ότι τα πιο ευφάνταστα σενάρια ταινίας βρίσκονται μέσα στη ζωή και πολλές φορές ακριβώς δίπλα μας…
Γράφει ο Μιχάλης Λιαπάκης