Είχα συμπληρώσει μόλις δύο μήνες ως ασκούμενος, όταν ο κύριος Αντώνης, ο δικηγόρος κοντά στον οποίο μαθήτευα, μου ανακοίνωσε ότι εκείνη την ημέρα έφευγε εκτάκτως για δικαστήριο στην Αλεξανδρούπολη που προέκυψε ξαφνικά, και έτσι ο κλήρος έπεφτε σε μένα να πάω το μεσημέρι στις γυναικείες φυλακές του Κορυδαλλού για να μιλήσω με μία καινούρια πελάτισσα, την Τάνια, η οποία ήθελε να την αναλάβουμε. Προσπάθησα να μη φανεί η ψυχρολουσία που με κατέκλυσε, αλλά μάλλον ανεπιτυχώς.
Ο κύριος Αντώνης με καθησύχασε γελώντας και αφού μου εξήγησε βήμα βήμα τι έπρεπε να κάνω και να πω, με χτύπησε ελαφρά στον ώμο και μου είπε «Θα τα καταφέρεις μικρέ. Έτσι κι αλλιώς χαμένη περίπτωση είναι. Τα έχει ομολογήσει όλα». Η υπόθεση απλή. Η Τάνια έπιανε δουλειά ως οικιακή βοηθός με ψεύτικα ονόματα σε μονοκατοικίες των Βορείων Προαστίων και με την πρώτη ευκαιρία, έφευγε χωρίς προειδοποίηση, φροντίζοντας να αδειάσει πριν φύγει, κάθε συρτάρι, κουτί, ντουλάπι και γενικότερα κάθε πιθανό μέρος που μπορεί να υπήρχαν κοσμήματα. Μέχρι που κάποια στιγμή έγινε απρόσεχτη. Άφησε ένα ωραιότατο ξεκάθαρο αποτύπωμα, το οποίο, αφού ταυτοποιήθηκε, στάθηκε ικανό για να κριθεί από τον ανακριτή προφυλακιστέα για κλοπή κατά συρροή αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Κακούργημα κοινώς.
Ευτυχώς, ο χώρος του επισκεπτηρίου των δικηγόρων ήταν άδειος και αφού βεβαιώθηκα ότι η σωφρονιστική υπάλληλος την ειδοποίησε πως είχα έρθει, στρογγυλοκάθισα σε μία καρέκλα, ακούμπησα τον φάκελο της υπόθεσης της στο τραπέζι μπροστά μου και την περίμενα. Δεν άργησε. Ήταν μία από τις πιο εντυπωσιακές γυναίκες που είχα δει σε όλη μου τη ζωή. Ξανθιά και ανοιχτόχρωμη με υπέροχο δέρμα, λεπτή μέση, μεγάλο στήθος και δύο μάτια που πετούσαν σπίθες. Έμεινα να την κοιτάζω χάσκοντας. Προτού βρω τα λόγια μου και ξεκινήσω να εξηγώ πως θα κινηθούμε από δω και πέρα, εκείνη είχε ήδη ανάψει τσιγάρο και μίλαγε γρήγορα και νευρικά. «Θέλω μια τεράστια χάρη» μου είπε.
«Θέλω να πας στο αστυνομικό τμήμα της Γλυφάδας. Εκεί με πήγαν όταν με πιάσανε. Δεν αρνήθηκα τίποτα γιατί βρήκαν πάνω μου τα πάντα. Ένα μενταγιόν δεν βρήκαν μόνο. Πρόλαβα και το έριξα μέσα στο καζανάκι όταν πήγα στην τουαλέτα. Δικό μου είναι αλλά θα νόμιζαν ότι κι αυτό το έκλεψα και θα μου το έπαιρναν. Είναι στη μεσαία από τις τρεις. Θέλω να πας και να το πάρεις εσύ. Είσαι μικρός και φαίνεσαι εντάξει παιδί, ξέρω ότι αν είναι ακόμα εκεί και το βρεις, θα μου το φέρεις. Είναι ολόχρυσο και έχει μεγάλη αξία. Χωρίς αυτό δεν θα μπορέσω και να σας πληρώσω».
Μου είναι αδύνατον, όσο και να το ξαναφέρνω στο νου μου, να εξηγήσω γιατί είπα ένα ξερό «εντάξει» σε αυτές τις κουβέντες, που μεταφράζονταν σε τουλάχιστον τρία ποινικά αδικήματα για εμένα, με επιβαρυντικό στοιχείο την δικηγορική μου ιδιότητα. Φυσικά δεν πίστεψα ότι το μενταγιόν ήταν δικό της. Και όμως δεν μπόρεσα να της αρνηθώ. Μου ξεκαθάρισε δε, πως χωρίς το μενταγιόν δεν θα βλέπαμε δεκάρα και με παρηγόρησε η σκέψη πως τουλάχιστον ο κύριος Αντώνης θα έμενε ευχαριστημένος που αυτή η πελάτισσα θα πλήρωνε την αμοιβή που θα της ζητούσε. Έφυγα από τις φυλακές σαν υπνωτισμένος και γύρισα στο γραφείο.
Υποκινούμενος τόσο από έκσταση για την Τάνια όσο και από νοσηρή περιέργεια αν ισχύουν τα όσα εξωφρενικά άκουσα, βρήκα πρόφαση ότι έχασα το κινητό μου στο τραμ και έφτασα στο αστυνομικό τμήμα της Γλυφάδας νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Αφού ο υπάλληλος που είχε υπηρεσία κατέγραψε γρήγορα το υποτιθέμενο συμβάν, ρώτησα που βρίσκεται η τουαλέτα και φυσικά, κατέληξα στις γυναικείες. Εντόπισα την μεσαία που μου είχε υποδείξει και μπήκα. Και ναι, η Τάνια δεν έλεγε ψέματα!! Σηκώνοντας το κεραμικό σκέπασμα από το καζανάκι με κάποια δυσκολία, διέκρινα στον πάτο κάτι να λάμπει και με χέρια που έτρεμαν λιγάκι, το έπιασα!
Ήταν πράγματι ένα μενταγιόν. Μόνο που δεν ήταν χρυσό, ούτε είχε αξία. Ήταν ένα τσίγκινο, φθηνιάρικο κρεμαστό σε αντικέ ύφος, με αλυσίδα η οποία κατέληγε σε ένα μικρό δίπτυχο που άνοιγε με ένα πρόχειρο κούμπωμα. Ανοίγοντάς το, είδα μέσα μία μικροσκοπική φωτογραφία. Ήταν ένα μωρό στην κούνια του, ντυμένο στα λευκά που χαμογελούσε γλυκά και είχε τα ίδια σπινθηροβόλα μάτια με την Τάνια…
Άνθρωποι που δεν σου γεμίζουν το μάτι, άνθρωποι που εκ πρώτης όψεως φαίνονται αδίστακτοι ή ψυχροί, γίνονται ικανοί να δείξουν ένα πρόσωπο άλλο, ένα πρόσωπο που όταν το δεις, καταλαβαίνεις ότι η ομορφιά κρύβεται ακόμα και στα πιο σκοτεινά μέρη…όπως μία φυλακή.
Η Ιστορία είναι εμπνευσμένη από πραγματικό συμβάν…
Μικρές Ιστορίες Αναγνωστών!
Μιχάλης